- αντικατηγορώ
- (Α ἀντικατηγορῶ, -έω)κατηγορώ αυτόν που με κατηγορείαρχ.(-οῡμαι) (Λογ.) (για όρους μιας πρότασης) αντιστρέφομαι, μπορώ να χρησιμοποιηθώ εναλλάξ στη θέση του υποκειμένου και του κατηγορουμένου της πρότασης.
Dictionary of Greek. 2013.