αντικατηγορώ

αντικατηγορώ
(Α ἀντικατηγορῶ, -έω)
κατηγορώ αυτόν που με κατηγορεί
αρχ.
(-οῡμαι) (Λογ.) (για όρους μιας πρότασης) αντιστρέφομαι, μπορώ να χρησιμοποιηθώ εναλλάξ στη θέση του υποκειμένου και του κατηγορουμένου της πρότασης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀντικατηγορῶ — ἀντικατηγορέω accuse in turn pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀντικατηγορέω accuse in turn pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀντικατηγορέω accuse in turn pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀντικατηγορέω accuse in turn pres …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”